αγγίνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγίνιο < ίσως από το "άνευ εγκαινίων" η "άνευ αγγίγματος, άγγικτο, νέο"

Επίθετο[επεξεργασία]

αγγίνιο

  • καινούριο, που δεν έχει αγγίξει κάποιος, που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά