αγγείωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγείωμα τα αγγειώματα
      γενική του αγγειώματος των αγγειωμάτων
    αιτιατική το αγγείωμα τα αγγειώματα
     κλητική αγγείωμα αγγειώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγείωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική angioma < αρχαία ελληνική ἀγγεῖ(ον) + -ωμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aŋˈɟi.o.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γεί‐ω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγγείωμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]