αγγειοαποφρακτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειοαποφρακτικός η αγγειοαποφρακτική το αγγειοαποφρακτικό
      γενική του αγγειοαποφρακτικού της αγγειοαποφρακτικής του αγγειοαποφρακτικού
    αιτιατική τον αγγειοαποφρακτικό την αγγειοαποφρακτική το αγγειοαποφρακτικό
     κλητική αγγειοαποφρακτικέ αγγειοαποφρακτική αγγειοαποφρακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειοαποφρακτικοί οι αγγειοαποφρακτικές τα αγγειοαποφρακτικά
      γενική των αγγειοαποφρακτικών των αγγειοαποφρακτικών των αγγειοαποφρακτικών
    αιτιατική τους αγγειοαποφρακτικούς τις αγγειοαποφρακτικές τα αγγειοαποφρακτικά
     κλητική αγγειοαποφρακτικοί αγγειοαποφρακτικές αγγειοαποφρακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγειοαποφρακτικός < αγγείο + -ο- + αποφρακτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αγγειοαποφρακτικός, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]