αγγειοβλάστη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειοβλάστη οι αγγειοβλάστες
      γενική της αγγειοβλάστης των αγγειοβλαστών
    αιτιατική την αγγειοβλάστη τις αγγειοβλάστες
     κλητική αγγειοβλάστη αγγειοβλάστες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγειοβλάστη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική angioblast < αρχαία ελληνική ἀγγεῖον + βλάστη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγγειοβλάστη θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]