αγγειοπλαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγειοπλαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου αγγειοπλαστικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγειοπλαστική θηλυκό
- η τεχνική της κατασκευής αγγείων
- η εγχείρηση με την οποία πετυχαίνεται η αιμάτωση του μυοκαρδίου σε περίπτωση απόφραξης των αγγείων του