αγγελιόσημο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγελιόσημο τα αγγελιόσημα
      γενική του αγγελιόσημου
αγγελιοσήμου
των αγγελιόσημων
αγγελιοσήμων
    αιτιατική το αγγελιόσημο τα αγγελιόσημα
     κλητική αγγελιόσημο αγγελιόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγελιόσημο < αγγελία + -ο- + σήμα + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγγελιόσημο ουδέτερο

  • ειδικό τέλος που πληρώνεται για κάθε διαφημιστική καταχώριση ή αγγελία στον τύπο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]