αγγελόκρουσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγελόκρουσμα < (αγγελοκρούω) αγγελό-κρουσ- + -μα (κρούσμα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟeˈlo.kɾu.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λό‐κρου‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγελόκρουσμα ουδέτερο
- η μάχη που δίνει κανείς με το θάνατο τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, ο επιθανάτιος ρόγχος
- ο αιφνίδιος τρόμος
- (συνεκδοχικά) το πρόσωπο που τον προκαλεί
- (μεταφορικά) η επιληψία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγελόκρουσμα
|