αγγιχτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγιχτός η αγγιχτή το αγγιχτό
      γενική του αγγιχτού της αγγιχτής του αγγιχτού
    αιτιατική τον αγγιχτό την αγγιχτή το αγγιχτό
     κλητική αγγιχτέ αγγιχτή αγγιχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγιχτοί οι αγγιχτές τα αγγιχτά
      γενική των αγγιχτών των αγγιχτών των αγγιχτών
    αιτιατική τους αγγιχτούς τις αγγιχτές τα αγγιχτά
     κλητική αγγιχτοί αγγιχτές αγγιχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγιχτός < αγγίζω

Επίθετο[επεξεργασία]

αγγιχτός, -ή, -ό

  1. που τον αγγίζουν
     συνώνυμα: άθικτος (και άθιχτος), ανέπαφος, απείραχτος
  2. που έχει χρησιμοποιηθεί
     συνώνυμα: χρησιμοποιημένος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]