αγγλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγλισμός < αγγλ- + -ισμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anglicisme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγλισμός αρσενικό
- ιδιωματισμός της αγγλικής γλώσσας
- μίμηση της αγγλικής γλώσσας
- έκφραση που πλάστηκε κατ' αναλογία μιας αντιστοιχίας αγγλικής