αγγουρόσουπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγουρόσουπα οι αγγουρόσουπες
      γενική της αγγουρόσουπας
    αιτιατική την αγγουρόσουπα τις αγγουρόσουπες
     κλητική αγγουρόσουπα αγγουρόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πολωνέζικη αγγουρόσουπα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγουρόσουπα < αγγούρ(ι) + -ό- + σούπα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγγουρόσουπα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]