αγκυροβόλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκυροβόλος η αγκυροβόλος
αγκυροβόλα
το αγκυροβόλο
      γενική του αγκυροβόλου της αγκυροβόλου
αγκυροβόλας
του αγκυροβόλου
    αιτιατική τον αγκυροβόλο την αγκυροβόλο
αγκυροβόλα
το αγκυροβόλο
     κλητική αγκυροβόλε αγκυροβόλε
αγκυροβόλα
αγκυροβόλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκυροβόλοι οι αγκυροβόλοι
αγκυροβόλες
τα αγκυροβόλα
      γενική των αγκυροβόλων των αγκυροβόλων των αγκυροβόλων
    αιτιατική τους αγκυροβόλους τις αγκυροβόλους
αγκυροβόλες
τα αγκυροβόλα
     κλητική αγκυροβόλοι αγκυροβόλοι
αγκυροβόλες
αγκυροβόλα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγκυροβόλος < άγκυρα + -ο- + -βόλος

Επίθετο[επεξεργασία]

αγκυροβόλος

  1. (ναυτικός όρος) που συμβάλλει στην αγκυροβόληση ή στο χειρισμό της άγκυρας
  2. (κατ’ επέκταση) που συμβάλλει στη στερέωση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]