αγλακώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγλακώ < α- προτακτικό + γλακώ, (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγλακῶ [1] < ελληνιστική κοινή λακῶ (λακάω/λακώ (λακίζω) → δείτε τη λέξη γλακώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣlaˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γλα‐κώ
Ρήμα[επεξεργασία]
αγλακώ, αόρ.: αγλάκησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (δημοτική, ιδιωματικό: Θήρα, Κάρπαθος, κρητικά: Πεδιάδα) μορφή του γλακώ τρέχω, προχωρώ γρήγορα
- ※ Ο τέταρτος έπαινος δόθηκε στον κ. Κοτζάκη Δημήτρη με τη μαντινάδα “Οποιος την πόρτα μου χτυπά πάντ’ αγλακώ κεφάτος μπορεί να μείνω νηστικός, να φύγει αυτός χορτάτος” (Βραβεία από την Κρητική Εστία για το διαγωνισμό μαντινάδας, Αρχείο εφημερίδα Πατρίς, 27/9/2010 [3])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη γλακώ
Αναφορές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «ἀγλάκηχτα», «ἀγλακητός», «ἀγλακηχτά» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
→ και δείτε τη λέξη γλακώ
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα α-, προτακτικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κρητικά
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)