αγνά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἁγνῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγνά < αγνός

Επίρρημα[επεξεργασία]

αγνά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγνά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • στη ναξιακή και ευρύτερη νησιωτική διάλεκτο: τα θαλασσινά (μύδια καβούρια, χταπόδια κ.λπ.}

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αγνά