αγοράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγοράκι τα αγοράκια
      γενική
    αιτιατική το αγοράκι τα αγοράκια
     κλητική αγοράκι αγοράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγοράκι < αγόρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣoˈɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γο‐ρά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγοράκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) μικρό αγόρι
  2. (χαϊδευτικό) αγαπημένο αγόρι
    → δείτε και τη λέξη αγορίνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αγόρι