αγορανομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγορανομικός < αγορανομία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αγορανομικός, -ή, -ό
- (οικονομία): σχετικός με την αγορανομία
- με αγορανομική διάταξη ο υπουργός ανάπτυξης απαγόρευσε τη διακύμανση τιμών των αντισηπτικών και έθεσε ανώτατο πλαφόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγορανομικός
|