αγριολούλουδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριολούλουδο τα αγριολούλουδα
      γενική του αγριολούλουδου των αγριολούλουδων
    αιτιατική το αγριολούλουδο τα αγριολούλουδα
     κλητική αγριολούλουδο αγριολούλουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγριολούλουδο < άγριος + λουλούδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγριολούλουδο ουδέτερο

  • λουλούδι που φυτρώνει μόνο του στη φύση, δεν το έχει καλλιεργήσει κάποιος άνθρωπος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]