αγριολούλουδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγριολούλουδο ουδέτερο
- λουλούδι που φυτρώνει μόνο του στη φύση, δεν το έχει καλλιεργήσει κάποιος άνθρωπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγριολούλουδο
|