αγριωπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγριωπός | η | αγριωπή | το | αγριωπό |
γενική | του | αγριωπού | της | αγριωπής | του | αγριωπού |
αιτιατική | τον | αγριωπό | την | αγριωπή | το | αγριωπό |
κλητική | αγριωπέ | αγριωπή | αγριωπό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγριωποί | οι | αγριωπές | τα | αγριωπά |
γενική | των | αγριωπών | των | αγριωπών | των | αγριωπών |
αιτιατική | τους | αγριωπούς | τις | αγριωπές | τα | αγριωπά |
κλητική | αγριωποί | αγριωπές | αγριωπά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγριωπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγριωπός < ἄγριος (αγρι-) + -ωπός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈʝɡðɾi.ɣçpos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ω‐πός
Επίθετο[επεξεργασία]
αγριωπός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αγριωπά (επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγρι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωπός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)