αγριόγιδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριόγιδο τα αγριόγιδα
      γενική του αγριόγιδου των αγριόγιδων
    αιτιατική το αγριόγιδο τα αγριόγιδα
     κλητική αγριόγιδο αγριόγιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγριόγιδο < άγριος + γίδι
Αγριόγιδο που βοσκάει.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγριόγιδο ουδέτερο

  • ένα γίδι που ζει μόνο του στη φύση και δεν εκτρέφεται από κάποιον άνθρωπο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]