αγροί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγροί

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈɣɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γροί

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

αγροί αρσενικό