αγρονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγρονομία < αγρονόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγρονομία θηλυκό
- δημόσια υπηρεσία για την εποπτεία και φύλαξη των αγρών
- ο ιδιοκτήτης φέρνει κάθε μέρα τη αγρονομία και μας ελέγχει
- η επιστήμη που ασχολείται με την καλλιέργεια της γης και τη γεωργική παραγωγή· η γεωπονία