αγροτιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγροτιά | οι | αγροτιές |
γενική | της | αγροτιάς | των | αγροτιών |
αιτιατική | την | αγροτιά | τις | αγροτιές |
κλητική | αγροτιά | αγροτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Σπάνια στον πληθυντικό | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγροτιά θηλυκό
- οι αγρότες στο σύνολό τους
- κατέβηκε η αγροτιά πάλι στους δρόμους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγροτιά