αγχολυτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγχολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγχολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγχολυτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που δρα κατά του άγχους και της αϋπνίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αγχολυτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αγχολυτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγχολυτικός