αγωγών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

αγωγών αρσενικό

  1. γενική πληθυντικού του αγωγός

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

αγωγών θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του αγωγή