αγόγγυστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγόγγυστα < αγόγγυστ(ος) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

αγόγγυστα

  • χωρίς γογγυσμούς, παράπονα και διαμαρτυρίες, χωρίς κριτική αμφισβήτηση, υπομονετικά (για κάτι που συνήθως όταν πρέπει να γίνει αναμένονται αντιδράσεις επειδή είναι π.χ. κουραστικό)
    Ο σημερινός πολίτης εκτελεί αγόγγυστα τις αποφάσεις των κυβερνητών.
    Ένας νομοταγής πολίτης υπακούει αγόγγυστα και αυτόβουλα στην εκάστοτε νομοθεσία.
     συνώνυμα: αδιαμαρτύρητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]