αδιάρρηκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιάρρηκτος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιάρρηκτος : ρηματικό επίθετο σε -τος από το ἀ- στερητικό + διαρρήγνυμι
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιάρρηκτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον διαρρήξει
- που δεν μπορεί κανείς να τον διασπάσει
- αδιάρρηκτοι δεσμοί φιλίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιάρρηκτος