αδιάφθορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιάφθορος < αρχαία ελληνική ἀδιάφθορος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιάφθορος -η -ο
- που δεν έχει διαφθαρεί ή κανείς δεν μπορεί να τον διαφθείρει ηθικά
- ≠ αντώνυμα: διεφθαρμένος
- μετά το σκάνδαλο που ξέσπασε ο υπουργός Οικονομικών διόρισε νέα αδιάφθορη ηγεσία στις υπηρεσίες του υπουργείου του
- (ιατρική) που δεν έχει υποστεί διάτρηση ή άλλου είδους φθορά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδιάφθορος αρσενικό
- (ιστορία) προσωνυμία του Ροβεσπιέρου
- (στον πληθυντικό, δημοσιογραφικό) οι υπάλληλοι της υπηρεσίας για την αντιμέτωπιση του οικονομικού εγκλήματος που έχουν αυξημένες αρμοδιότητες και εσωτερικού ελέγχου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιάφθορος