αδιαθετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδιαθετώ < αδιάθετος

Ρήμα[επεξεργασία]

αδιαθετώ

  1. αρρωσταίνω ελαφρά
  2. (για γυναίκες) έχω την έμμηνο ρύση μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]