αδιαλείπτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀδιαλείπτως

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδιαλείπτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιαλείπτως. Συγχρονικά αναλύεται σε αδιάλειπτ(ος) + -ως.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ði̯aˈli.ptos/
παλιότερος συλλαβισμός: α‐δι‐α‐λεί‐πτως

Επίρρημα[επεξεργασία]

αδιαλείπτως

Πηγές[επεξεργασία]