αδιανόητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιανόητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιανόητος < ἀ- στερητικό + διανοοῦμαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈno.i.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐νό‐η‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιανόητος, -η, -ο
- που είναι τόσο παράλογος, εξωφρενικός και απαράδεκτος ώστε δεν μπορούμε καν να το σκεφτούμε, δεν τον χωράει το μυαλό μας
- ↪ είναι αδιανόητο να υπάρχουν σήμερα παιδιά που πεθαίνουν από πείνα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιανόητος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)