αδιπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αδιπικός | η | αδιπική | το | αδιπικό |
γενική | του | αδιπικού | της | αδιπικής | του | αδιπικού |
αιτιατική | τον | αδιπικό | την | αδιπική | το | αδιπικό |
κλητική | αδιπικέ | αδιπική | αδιπικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αδιπικοί | οι | αδιπικές | τα | αδιπικά |
γενική | των | αδιπικών | των | αδιπικών | των | αδιπικών |
αιτιατική | τους | αδιπικούς | τις | αδιπικές | τα | αδιπικά |
κλητική | αδιπικοί | αδιπικές | αδιπικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιπικός < αγγλική adipic < λατινική adeps < αρχαία ελληνική ἄλειφαρ (αντιδάνειο)
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιπικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αλείφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιπικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)