αδυνατίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδυνατίζω < μεσαιωνική ελληνική < αδύνατος + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αδυνατίζω

  1. (αμετάβατο) χάνω βάρος και γίνομαι πιο αδύνατος
  2. (αμετάβατο) γίνομαι λιγότερο ισχυρός, εξασθενώ
    η άμυνα σ' αυτό το σημείο του τείχους είχε αδυνατίσει
  3. (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον απώλεια βάρους ή/και δυνάμεων
    τον αδυνάτισε η αρρώστια
    ο σκακιστής με μια λανθασμένη κίνηση αδυνάτισε την άμυνά του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]