αειθαλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀειθαλής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αειθαλής η αειθαλής το αειθαλές
      γενική του αειθαλούς* της αειθαλούς του αειθαλούς
    αιτιατική τον αειθαλή την αειθαλή το αειθαλές
     κλητική αειθαλή(ς) αειθαλής αειθαλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αειθαλείς οι αειθαλείς τα αειθαλή
      γενική των αειθαλών των αειθαλών των αειθαλών
    αιτιατική τους αειθαλείς τις αειθαλείς τα αειθαλή
     κλητική αειθαλείς αειθαλείς αειθαλή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αειθαλής < (ελληνιστική κοινήἀειθαλής < ἀεί + θάλλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.i.θaˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ει‐θα‐λής

Επίθετο[επεξεργασία]

αειθαλής, -ής, -ές

  1. (για φυτά) που δεν ρίχνει τα φύλλα του το χειμώνα
    το πεύκο είναι ένα αειθαλές δέντρο
  2. (μεταφορικά) γεμάτος ζωή και ενέργεια, ακόμη και σε μεγάλη ηλικία
    αειθαλής γέροντας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]