αειφορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η αειφορία
      γενική της αειφορίας
    αιτιατική την αειφορία
     κλητική αειφορία
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αειφορία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sustainability.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αεί + -φορία (< φέρω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.i.foˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ει‐φο‐ρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αειφορία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η εσκεμμένη παραγωγή ενός αγαθού από ένα δάσος με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μειώνεται, αλλά να βελτιώνεται η παραγωγική ικανότητα και να μην επηρεάζονται οι περιβαλλοντικές σχέσεις του
  2. η χρήση των φυσικών οικοσυστημάτων και των πηγών ενέργειας, ώστε να εξασφαλίζεται η μελλοντική ποιότητα και ισορροπία
  3. (συνεκδοχικά) άνθηση, πρόοδος, ανάπτυξη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αειφορίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)