αεροδυναμική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεροδυναμική | ||
γενική | της | αεροδυναμικής | ||
αιτιατική | την | αεροδυναμική | ||
κλητική | αεροδυναμική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροδυναμική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aérodynamique < aéro- + dynamique < αερο- + δυναμική[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.e.ɾo.ði.na.miˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐δυ‐να‐μι‐κή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροδυναμική θηλυκό
- (φυσική) κλάδος που μελετά τη ροή του αέρα γύρω σώματα και την κίνηση των σωμάτων μέσα στον αέρα
- η ροή του αέρα γύρω από ένα κινούμενο σώμα
- ↪ Η αεροοδυναμική του αυτοκινήτου του επιτρέπει να επιταχύνει πιο γρήγορα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροδυναμική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αεροδυναμική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αεροδυναμικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αεροδυναμική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)