αεροναυαγοσωστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροναυαγοσωστικό τα αεροναυαγοσωστικά
      γενική του αεροναυαγοσωστικού των αεροναυαγοσωστικών
    αιτιατική το αεροναυαγοσωστικό τα αεροναυαγοσωστικά
     κλητική αεροναυαγοσωστικό αεροναυαγοσωστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αεροναυαγοσωστικό < αέρας + ναυαγοσωστικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αεροναυαγοσωστικό θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος): εξειδικευμένος τύπος πολεμικού αεροσκάφους ή ελικοπτέρου για έρευνα και διάσωση στη θάλασσα
  2. (ναυτικός όρος): παλαιότερος εξειδικευμένος τύπος πολεμικού σκάφους ναυαγοοσωστικού αεροπορικής συνεργασίας.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]