αεροφοβία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροφοβία ελληνογενής ξένος όρος < αγγλ. aerophobia < aero- + -phobia. Μορφολογικά αναλύεται σε αερο- + -φοβία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροφοβία θηλυκό
- ο παθολογικός φόβος μήπως πέσει το αεροπλάνο που μας μεταφέρει και σκοτωθούμε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροφοβία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα aero- (αγγλικά)
- Λέξεις με επίθημα -phobia (αγγλικά)
- Λέξεις με πρόθημα αερο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φοβία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)