αετιδέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αετιδέας οι αετιδείς
      γενική του αετιδέα
αετιδέως
των αετιδέων
    αιτιατική τον αετιδέα τους αετιδείς
     κλητική αετιδέα αετιδείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αετιδέας < αρχαία ελληνική ἀετιδεύς. Μορφολογικά αναλύεται σε αετ(ός) + -ιδέας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αετιδέας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]