αετόμορφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αετόμορφος η αετόμορφη το αετόμορφο
      γενική του αετόμορφου της αετόμορφης του αετόμορφου
    αιτιατική τον αετόμορφο την αετόμορφη το αετόμορφο
     κλητική αετόμορφε αετόμορφη αετόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αετόμορφοι οι αετόμορφες τα αετόμορφα
      γενική των αετόμορφων των αετόμορφων των αετόμορφων
    αιτιατική τους αετόμορφους τις αετόμορφες τα αετόμορφα
     κλητική αετόμορφοι αετόμορφες αετόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αετόμορφος < αετός + μορφή

Επίθετο[επεξεργασία]

αετόμορφος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]