αετόμορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αετόμορφος, -η, -ο
- που έχει μορφή αετού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αετόμορφος
|
αετόμορφος, -η, -ο
|