αηδιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αηδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αηδιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
αηδιασμένος, -η, -ο
- που αισθάνεται αηδία, φυσική η συναισθηματική αποστροφή, που έχει αηδιάσει στο παρελθόν αλλά εξακολουθεί να επηρεάζεται από αυτό το αίσθημα και στην παρούσα φάση
- ...ξυπνάς με το κεφάλι βαρύ, νευριασμένος, απογοητευμένος, αηδιασμένος... (Ρομέν Ρολάν, Κριστόφ)
- Κοίταξε το πιάτο του αηδιασμένος και...
- → δείτε τη λέξη αηδιάζω