αθερίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθερίνα | οι | αθερίνες |
γενική | της | αθερίνας | των | αθερινών |
αιτιατική | την | αθερίνα | τις | αθερίνες |
κλητική | αθερίνα | αθερίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αθερίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀθερίνα < αρχαία ελληνική ἀθερίνη + -α (μετάπλαση σε θηλυκό)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.θeˈɾi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θε‐ρί‐να
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αθερίνα θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αθερίνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- αθερίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)