αθωωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθωωτικός η αθωωτική το αθωωτικό
      γενική του αθωωτικού της αθωωτικής του αθωωτικού
    αιτιατική τον αθωωτικό την αθωωτική το αθωωτικό
     κλητική αθωωτικέ αθωωτική αθωωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθωωτικοί οι αθωωτικές τα αθωωτικά
      γενική των αθωωτικών των αθωωτικών των αθωωτικών
    αιτιατική τους αθωωτικούς τις αθωωτικές τα αθωωτικά
     κλητική αθωωτικοί αθωωτικές αθωωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθωωτικός < (αθωώνω) αθωω- + -τικός (δείτε το ελληνιστικό ἀθῳόω / ἀθῳῶ).[1] (μαρτυρείται από το 1883)[2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.θo.o.tiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

αθωωτικός, -ή, -ό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αθωωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)