αιγυπτιολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιγυπτιολογία οι αιγυπτιολογίες
      γενική της αιγυπτιολογίας των αιγυπτιολογιών
    αιτιατική την αιγυπτιολογία τις αιγυπτιολογίες
     κλητική αιγυπτιολογία αιγυπτιολογίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιγυπτιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική egyptology < Αίγυπτ(ος), κατά το Αιγύπτι(ος) + -ο- + -λογία[1]
Η λέξη μαρτυρείται από το 1899

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ʝi.pti.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐γυ‐πτο‐λο‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιγυπτιολογία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]