αιθυλένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιθυλένιο < (λόγιο δάνειο) γαλλική éthylène[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιθυλένιο ουδέτερο
- κοινά χρησιμοποιούμενη ονομασία του αιθένιου
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αιθυλένιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ αιθυλένιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας