αιμοκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιμοκαλλιέργεια < αιμο- + -καλλιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιμοκαλλιέργεια θηλυκό
- εξέταση για την ανίχνευση μικροβίων στο αίμα με τεχνητό πολλαπλασιασμό στο εργαστήριο
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμοκαλλιέργεια