αιμοληψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοληψία οι αιμοληψίες
      γενική της αιμοληψίας των αιμοληψιών
    αιτιατική την αιμοληψία τις αιμοληψίες
     κλητική αιμοληψία αιμοληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιμοληψία < αιμο- + -ληψία, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prise de sang) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.mo.liˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐μο‐λη‐ψί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιμοληψία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]