αιμορραγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

χείλος που αιμορραγεί

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιμορραγώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αιμορραγώ, πρτ.: αιμορραγούσα, στ.μέλλ.: θα αιμορραγήσω, αόρ.: αιμορράγησα

  1. χάνω αίμα, παρουσιάζω αιμορραγία
  2. (μεταφορικά) χάνω ζωτικούς πόρους
    η χώρα αιμορραγεί οικονομικά

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]