αισθηματολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αισθηματολογία θηλυκό
- λόγος συναισθηματικός· συχνά έχει αρνητική χροιά καθώς δηλώνει έλλειψη πρακτικού πνεύματος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αισθηματολογικά
- αισθηματολογικός
- αισθηματολόγος
- αισθηματολογώ
- → δείτε τις λέξεις αίσθημα και λόγος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αισθηματολογία