αισθητικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αισθητικά < αισθητικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

αισθητικά

  1. σχετικά με τις αισθήσεις
  2. σχετικά με το ωραίο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αισθητικά