ακίνητο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακίνητο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακίνητος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακίνητο ουδέτερο


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]