ακαλαίσθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαλαίσθητος < α- + καλαίσθητος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαλαίσθητος, -η, -ο
- που δεν έχει αίσθηση του ωραίου, που δεν έχει καλό γούστο
- που είναι φτιαγμένος χωρίς καλαισθησία, κακόγουστος